- Ελλαδα - Μυθολογία
- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και διαμεσολάβησης από το λόγο όλων όσα αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος. Γι’ αυτό και το μυθολογικό υλικό, ξεκινώντας από έναν αρχικό πυρήνα, στην πορεία του χρόνου εμπλουτίζεται, τροποποιείται ή μετασχηματίζεται, όπως αλλάζουν και οι ανθρώπινες αντιλήψεις.
Οι πλέον καθοριστικοί αιώνες για τη διαμόρφωση του μύθου στάθηκαν εκείνοι από το 12ο έως τον 8ο αι. π.Χ, όπου αρχαιότατο και λιγότερο παλιό μυθολογικό υλικό, μαζί με τοπικές μορφές λατρευόμενων νεκρών θνητών, άλλων σημαντικών προσώπων και τοπικών θεοτήτων, μαζί με αντιλήψεις και πρακτικές, εγχώριες και μη, στοιχεία τελετουργίας και λατρευτικών πράξεων, συγχωνεύονται δυναμικά, έτσι ώστε, με την αρχή του ιστορικού κόσμου, να παραδίδεται ένα σχετικά παγιωμένο μυθολογικό σύστημα.
Οι ελληνικοί μυθολογικοί κύκλοι συνδέονται με την εμφάνιση και την εξέλιξη της πόλης-κράτους, καθώς επίσης –όπως κάθε μορφή αναπαράστασης του κόσμου– με την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης: τη γένεση της επιστήμης και της φιλοσοφίας, τον πολιτικό στοχασμό. Ο μύθος συνδέεται, ερμηνεύει αλλά και οδηγεί, ενίοτε δε παράγει, το ιδεολογικό πλαίσιο της πόλης. Οι μυθολογικοί κύκλοι δεν είναι ευχάριστες ιστορίες που ανήκουν σε μια προ-επιστημονική περίοδο• είναι συμβολικές προσεγγίσεις του κόσμου, που φέρουν στο εσωτερικό τους έναν ιστορικό πυρήνα, ανθρωπολογικό και ιδεολογικό υλικό. Οι μύθοι δεν προχωρούν με βάση την αλληλουχία της αφήγησης, όπως στο μυθιστόρημα, αλλά εξελίσσονται άτακτα, βασισμένοι σε πυκνές ενότητες γεγονότων τα οποία παρουσιάζονται in medias res στη διήγηση. Ο μύθος αποκτά νόημα μέσα από τη σημασία του. Όταν η πόλη χρησιμοποιεί και εξελίσσει το μυθολογικό υλικό, το ανατέμνει, το διαλύει, το εξετάζει, το εμπλουτίζει, το αμφισβητεί και το ανασυνθέτει. Την ίδια στιγμή εξετάζει και αμφισβητεί τις δικές της βασικές αρχές και αξίες. Από αυτό το γόνιμο διάλογο μυθικού και ιστορικού χρόνου γεννιέται μια νέα δυναμική ιδεολογική σύνθεση, μια νέα αναπαράσταση του κόσμου η οποία προτείνει κατευθύνσεις και για το μέλλον.
Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει αναγνωρίσει και έχει αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, ο άνθρωπος που γεννήθηκε μετά τη νίκη των Ελλήνων στους Περσικούς Πολέμους και την άνθηση των επιστημών στην Ιωνία, δεν χάνει το ενδιαφέρον του για το μύθο. Απεναντίας, δίνει στο μύθο σώμα και εκφράζει μέσα από την αγωνία του μύθου όλες τις νέες έννοιες που έχει συγκροτήσει, για την ανθρώπινη φύση και το πεπρωμένο, για την πόλη ως ουσία του ελεύθερου ανθρώπου.
Όλες οι αντιλήψεις του κλασικού κόσμου εδράζονται στο μυθολογικό πεδίο, ασχέτως αν αυτό είναι εύκολα ή δύσκολα αναγνωρίσιμο.
Η αρχή του κόσμου
Από τους πολυάριθμους κοσμογονικούς μυθολογικούς κύκλους, τα έργα Κοσμογονία και Θεογονία του Ησιόδου σώζονται ακέραια. Ο Ησίοδος ταξινομεί και οργανώνει πλευρές της ανθρώπινης γνώσης για φυσικά ή πολιτισμικά φαινόμενα, υπό το φως της ιδεολογίας της εποχής του. Χρησιμοποιεί –αν όχι επινοεί– τους οικογενειακούς δεσμούς, το οικείο σχήμα των γενών και απόψεις της κοινωνικής ιεραρχίας, για να αποδώσει δεσμούς, συμπράξεις και διαδοχές μεταξύ των θεοτήτων, προκειμένου να ερμηνεύσει την καταγωγή, το παρελθόν και το παρόν του σύμπαντος. Με μεθοδολογικά εργαλεία τέτοια σχήματα, που είναι κατανοητά και αποδεκτά, οι μυθολογικοί κύκλοι εκτείνουν το όριο της ανθρώπινης εμπειρίας σε γνώση και με αυτό τον τρόπο αποτελούν έδαφος οικειοποίησης, νομιμοποίησης ή και αλλαγής του κόσμου.
Στα έργα Κοσμογονία και Θεογονία του Ησιόδου, πριν από καθετί άλλο υπήρξε το Χάος, έπειτα η Γαία και ο Έρως. Το Χάος φέρεται ως η αρχή των πραγμάτων, ως το πρωταρχικό δημιουργικό στοιχείο.
Στη συνέχεια, ζεύγη δυνάμεων που προέρχονται από ένα αρχικό στοιχείο, συνεργαζόμενα και αντιτιθέμενα, ερμηνεύουν τον κόσμο: από τη μια η Γη, αιώνιο και ακλόνητο στήριγμα όλων των πραγμάτων, τροφός, κέλυφος και κατοικία των όντων, και από την άλλη ο Έρωτας, που νικάει τις φρόνιμες συμβουλές, δαμάζει τις καρδιές των θνητών και των αθανάτων, δύναμη ισχυρή η οποία είναι ταυτόχρονα αρχή και απεριόριστη εξουσία, αξίωμα που οδηγεί τα στοιχεία να συνεργάζονται και να ενώνονται.
Το Χάος είναι για τον Ησίοδο διάστημα που περιέχει εν σπέρματι όλα όσα θα αποτελέσουν το σύμπαν: πρώτα από όλα το Έρεβος και τη Νύχτα. Το Έρεβος είναι χώρος που εκτείνεται υπόγεια και μακριά γύρω από τη Γη, μακριά όσο και ο Ουρανός. Η Νύχτα και το Έρεβος γεννούν με τη σειρά τους τον Αιθέρα, προσωποποίηση του ουράνιου αιθέρα που περιβάλλει τη γη, και την Ημέρα. Η Νύχτα γεννά ακόμη τον Ύπνο και τον Θάνατο, τις Μοίρες και τη Νέμεση, την προσωποποίηση της δίκαιης κατανομής και την άμεση αντίδραση στην αδικία, την Έριδα και την Απάτη. Παιδιά της Έριδας είναι ο Φόνος, ο Λιμός, η Λήθη, ο Πόνος, οι Μάχες, η Δυσνομία και ο Όρκος, αντίστοιχες προσωποποιήσεις των αφηρημένων εννοιών.
Η ένωση της Γης και του Ουρανού φανερώνεται πολύ γόνιμη: παιδιά τους είναι οι Κύκλωπες, πλάσματα με ένα μάτι, επιτήδειοι, εριστικοί και δυνατοί (Βρόντης, Στερόπης και Άργης) οι Τιτάνες (Ωκεανός, Κοίος, Ιαπετός, Κρείος, Υπερίων, Κρόνος, Τηθύς, Θεία, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη, Ρέα), οι Γίγαντες ή Εκατόγχειρες, με ρωμαλέα σώματα και εκατό μπράτσα και κεφάλια (Αιγαίων ή Βριάρεως, Κόττος και Γύγης).
Η Γη γεννά ακόμη τα Όρη και το βαθύ πέλαγος, τον Πόντο. Πλαγιάζει με τον Πόντο και γεννά τα πλάσματα και τις δυνάμεις της θάλασσας, την Ευρυβία, τον Φόρκυ, την Κητώ, τον Θαύμα και τον Νηρέα. Οι μορφές από τη γενιά του Πόντου, μορφές των ατελείωτων νερών, είναι είτε οι ευνοϊκές δυνάμεις για το θαλασσινό ταξιδιώτη είτε τερατόμορφα, καταστροφικά πλάσματα.
Ο Θαύμας, μαζί με την Ηλέκτρα, μία από τις κόρες του Τιτάνα Ωκεανού, φέρνουν στον κόσμο τη φτερωτή Ίριδα, την αγγελιαφόρο των θεών, και τις δυνάμεις των καταστροφικών ανέμων και της θύελλας: την Αελλώ, τη Θύελλα και την Ωκυπέτη, τις τρεις Άρπυιες. Ο Φόρκυς και η Κητώ, οι επικίνδυνες δυνάμεις του υγρού στοιχείου, γεννούν τις τρεις γοργόνες: τη Σθενώ, την Ευρυάλη –που το όνομά της σημαίνει πλατιά θάλασσα– και τη Μέδουσα, γυναίκα-δαίμονα με φίδια στα μαλλιά. Φέρνουν ακόμη στον κόσμο τις Γραίες, μορφές που γεννιούνται με άσπρα μαλλιά και συμβολίζουν τη διαρκώς ρυτιδωμένη από τον αέρα επιφάνεια της θάλασσας. Η Κητώ γεννά επιπλέον την Έχιδνα, μισή γυναίκα και μισή φίδι, που με τη σειρά της σμίγει με τον Τυφώνα και γεννά τον Όθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη, τον Κέρβερο, το σκύλο του Άδη με τα πέντε κεφάλια, τη Λερναία Ύδρα, την οποία έμελλε να σκοτώσει ο Ηρακλής, και τη Χίμαιρα. Μετά την ένωσή της με τον γιο της, Όθρο, η Έχιδνα γεννά τη Σφίγγα, που έμελλε να βασανίσει το λαό της Θήβας στο μύθο των Λαβδακιδών, τον Λέοντα της Νεμέας, αλλά και τον Δράκοντα, που φυλάει τα μήλα στους κήπους των Εσπερίδων. Όταν ο Περσέας έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας, από το αίμα της γεννήθηκε ο Χρυσάωρ, φως και αστραπή, και ο Πήγασος, το άλογο του αιθέρα και της βροντής. Ο Χρυσάωρ με την Ωκεανίδα Καλλιρόη γεννούν τον τρικέφαλο Γηρυόνη, τον οποίο σκοτώνει ο Ηρακλής. Ο Νηρέας με τη Δωρίδα γεννούν τις γλυκές Νηρηίδες.
Από τη γενιά του Υπερίωνα και της Θείας ήρθαν στον κόσμο οι φωτεινές δυνάμεις του ουρανού, ο Ήλιος, η Σελήνη και η Αυγή. Από τη γενιά του Κρείου ήρθαν στον κόσμο ο Αστραίος, ο Πάλλαντας του θυελλώδους ουρανού και ο σοφός Πέρσης. Οι άνεμοι Ζέφυρος, Βορέας και Νότος γεννήθηκαν από την ένωση του Αστραίου και της Ηούς, όπως επίσης ο Αυγερινός και τα Άστρα. Όταν ο Πάλλαντας έσμιξε με την Ωκεανίδα Στύγα, ήρθαν στον κόσμο ο Ζήλος, η Νίκη, το Κράτος και η Βία. Ο Κοίος ενώθηκε με τη Φοίβη, μορφή του ηλιακού φωτός, και γέννησε δυνάμεις αγαθοποιές, όπως τη Λητώ που σχετίζεται με την καλή νύχτα και την Αστερία, η οποία γέννησε την Εκάτη.
Πολυάριθμη είναι η γενιά του Ωκεανού, με όλες σχεδόν τις δυνάμεις του νερού, ζωοδότειρες και τροφοδότριες, σύμβολα αναγέννησης και ευστροφίας: ο πρωτότοκος Τιτάνας ενώθηκε με την Τηθύ και γέννησαν τρεις χιλιάδες γιους –όλα τα ποτάμια του κόσμου– και άλλες τρεις χιλιάδες κόρες, τις νύμφες των πηγών και των λιμνών, τις νύμφες των βουνών, τις Ναϊάδες και τις Ωκεανίδες.
Οι αγώνες για την ηγεμονία στον κόσμο
«Ο μεγάλος Ουρανός έφτασε φέρνοντας μαζί του τη Νύχτα, πυρωμένος από ερωτικό πάθος. Πλάγιασε πάνω απ’ τη Γη τυλίγοντάς την. Τότε ο γιος του βγήκε από την κρυψώνα του και, με μακρύ κοφτερό δρεπάνι, κόβει στα γρήγορα το ανδρικό του όργανο…»
Ο Ουρανός έφερνε συνέχεια παιδιά στον κόσμο, αν και ήξερε πως κάποια μέρα θα εκθρονιζόταν από έναν από τους γιους του. Για να αποτρέψει αυτό τον κίνδυνο, πετούσε τα νεογέννητα στα έγκατα της γης. Η Γαία, στερημένη από όλα τα παιδιά της, πρότεινε στους Ουρανίδες ένα σχέδιο ακρωτηριασμού για τον πατέρα τους. Μόνο ο νεότερος, ο Κρόνος, δέχτηκε να συμμετάσχει σε αυτή τη συνομωσία. Από το αίμα του Ουρανού θα γεννηθούν οι Ερινύες. Η εξουσία του δεν θα είναι ποτέ πια ίδια –μονάχα διατηρεί το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον.
Η εποχή του Κρόνου
Ο Κρόνος, υπέρτατος θεός στην εξουσία του κόσμου, απέκτησε παιδιά με τη Ρέα: την Ήρα, τον Άδη, τη Δήμητρα, την Εστία, τον Ποσειδώνα και τον Δία. Ο τελευταίος έμελλε κι αυτός να εκθρονίσει, με τη σειρά του, τον πατέρα του. Γεννήθηκε κρυφά, αφού ο Κρόνος έτρωγε τα αρσενικά παιδιά, για να αποτρέψει το δικό του τέλος. Η Ρέα έδωσε στον Κρόνο σπαργανωμένο λίθο, αντί για το μωρό, και έστειλε τον Δία να σωθεί σε σπήλαιο της Κρήτης, τον Ιδαίον Άντρον. Εκεί, ο Δίας ανατράφηκε με τη βοήθεια της Αμάλθειας και των Κουρητών. Οι τελευταίοι, γνωστοί επίσης ως Κορύβαντες, πολεμιστές και δαίμονες της φύσης, φρουρούσαν το μικρό Δία νύχτα-μέρα. Κάθε φορά που έκλαιγε, κάλυπταν τις φωνές του χτυπώντας με θόρυβο τα ξίφη στις ασπίδες τους. Το βουνό κοντά στο οροπέδιο της Νίδας ακόμα και σήμερα καλείται Τυμπανάτορας.
Η εποχή του Δία
Ο Δίας θα προκαλέσει την εξουσία του πατέρα του. Απελευθερώνει τους Τιτάνες από τα τρίσβαθα της γης, αλλά εκείνοι αρνούνται να τον υποστηρίξουν. Ελευθερώνει τους Κύκλωπες από τα Τάρταρα, με προτροπή της Γαίας, και εκείνοι σε αντάλλαγμα του χαρίζουν την αστραπή, τη βροντή και τον κεραυνό. Οι Κύκλωπες χαρίζουν στον Ποσειδώνα την τρίαινα και στον Άδη το κράνος, την κυνήν• φτιάχνουν στον ουρανό ένα σιδερένιο παραπέτασμα για να μη βλέπουν οι Τιτάνες τη λάμψη του κεραυνού και ένα βωμό για να ορκίζεται η δεύτερη γενιά θεών και οι σύμμαχοί της πριν τις επιθέσεις. Ο Δίας απελευθερώνει ακόμη τους τρεις Εκατόγχειρες από τα δεσμά τους.
Στη θεϊκή σύγκρουση για την εξουσία του κόσμου στο πλευρό του Κρόνου παρατάσσονται οι περισσότεροι Τιτάνες, εκτός από τη Στύγα και τα παιδιά της. Έδρα τους είναι η Όθρυς, ενώ των Ολύμπιων θεών ο Ολυμπος.
«ξάφνου αντιλαλούν από ένα φριχτό ορυμαγδό η απέραντη θάλασσα κι η πλατιά γη –τραντάζεται ο ουρανός και βογγάει– ο ψηλός Όλυμπος τρέμει από τα θεμέλια καθώς χτυπιούνται οι αθάνατοι, και ως το μαύρο Τάρταρο φτάνει ο σάλαγος της μάχης… η καρπερή γη φλεγότανε αναρριγώντας, τα δάση καίγονται, όλα χοχλακούνε κι η γη ολάκερη, και του Ωκεανού το ρέμα και η πελώρια θάλασσα. Η πυρκαγιά φτάνει ίσαμε το Χάος κάτω, κι απ’ ό,τι βλέπουνε τα μάτια κι απ’ ό,τι ακούνε τα αφτιά, η μια τραντάζεται στη βάση της κι ο άλλος πέφτει από ψηλά..»
Δέκα χρόνια κράτησε ο φοβερός αγώνας, η Τιτανομαχία.
Ωστόσο, χρειάστηκαν κι άλλες μάχες μέχρι η νέα εξουσία να κυριαρχήσει αδιαφιλονίκητα στον Όλυμπο και τον κόσμο: ο πιο γνωστός αγώνας είναι η Γιγαντομαχία, την οποία ο Ησίοδος δεν αναφέρει. Οι Γίγαντες, περισσότεροι από εκατό, γεννήθηκαν και αυτοί από τις στάλες του αίματος του Ουρανού, που η Γαία τις μάζεψε προσεκτικά. Οι Γίγαντες –που, παρά την ασύλληπτη δύναμή τους, δεν ήταν αθάνατοι– με πρωτοβουλία δική τους ή της μητέρας τους, η οποία δεν άντεξε το χαμό όλων των Τιτάνων, επιτέθηκαν με τη σειρά τους αιφνιδιαστικά στους Ολύμπιους θεούς. Φαίνεται πως ο χώρος στον οποίο έλαβε χώρα η Γιγαντομαχία ήταν μια άγρια περιοχή στη δυτική Χαλκιδική, το Φλεγραίο Πεδίο. Οι Ολύμπιοι δεν θα κατόρθωναν να θριαμβεύσουν σε αυτή τη μάχη χωρίς βοήθεια τρίτου. Αυτή τη φορά κάλεσαν ένα θνητό, τον Ηρακλή, που κάποιοι συγγραφείς τον συνοδεύουν και με τον Διόνυσο. Κι ενώ η Γαία ήθελε να βοηθήσει τα παιδιά της δίνοντάς τους το μαγικό βοτάνι που χαρίζει την αθανασία, οι Ολύμπιοι έκρυψαν τον Ήλιο, τη Σελήνη και την Αυγή και κατέστρεψαν το μαγικό βότανο. Σύμφωνα με την παράδοση, το φονικό τόξο του Ηρακλή, με τη βοήθεια των θεών, και οι κεραυνοί του Δία έκριναν την τύχη των Γιγάντων.
Οι παραδόσεις της Γιγαντομαχίας, αναπαράσταση σύγκρουσης κοσμικών δυνάμεων, φέρουν αναμνήσεις από έντονα φυσικά φαινόμενα, θύελλες, σεισμούς, ξηρασίες, πλημμύρες και ηφαιστειακή δραστηριότητα.
Τελευταίος εχθρός του Δία ήταν ο Τυφωέας. Η Γαία ζευγάρωσε με τον Τάρταρο και τον γέννησε στην Κιλικία, μισό άντρα και μισό δράκο με εκατό κεφάλια, μεγάλη δύναμη και ανεξάντλητη ενέργεια. Από τα μάτια του ξεπηδούσε εκτυφλωτική φλόγα και τα κεφάλια του κατά καιρούς έβγαζαν διαπεραστικούς, ακατανόητους ήχους.. Ξεπερνούσε σε «ύψος τα πιο ψηλά βουνά… άγγιζε με το κεφάλι του τα άστρα», παραδίδει ο Απολλόδωρος, «με τα χέρια την Ανατολή και τη Δύση… από τους μηρούς του έβγαιναν αμέτρητες οχιές που συστρέφονταν σφυρίζοντας, τυλίγοντάς τον…» Ο Τυφωέας επιτίθεται στους θεούς, παρακινημένος από τη Γαία, και εκείνοι μεταμορφώνονται σε διάφορα ζώα και τρέχουν να κρυφτούν στην Αίγυπτο.
Τέτοιες βιαστικές μετακινήσεις όπως αυτές που καταγράφει ο μύθος είναι πιθανό να πραγματοποιήθηκαν όσον αφορά τους ελληνικούς πληθυσμούς προς την Αφρική μετά την αυξημένη ηφαιστειακή δραστηριότητα της Θήρας, το 1450 π.Χ.
Ο Τυφωέας και ο Δίας συγκρούστηκαν πάνω από τη Συρία. Η μάχη θα σήμαινε το τέ λος του Διός αν η έκβασή της δεν ανατρεπόταν με τη βοήθεια του Ερμή. Στο τέλος, πάνω σε άρμα με φτερωτά άλογα, ο Δίας καταδίωξε τον Τυφωέα• πέρασαν τη θάλασσα και τότε τον συνέτριψε κάτω από την Αίτνα.
Οι τρομεροί αυτοί αγώνες χάρισαν την τελειωτική νίκη στους Ολύμπιους θεούς. Οι Τιτάνες, αθάνατοι αλλά έκπτωτοι, γκρεμίστηκαν στον Τάρταρο, τόσο μακριά από την επιφάνεια της γης όσο απέχει κι η γη από τον ουρανό. Ο Τάρταρος, ατελείωτος χώρος που σπαράσσεται από μανιασμένους ανεμοστρόβιλους, περιβάλλει το ανάκτορο της Νύχτας. Εκεί έμελλε να κατοικήσουν τα παιδιά της Γαίας, που εξαφανίστηκαν από τη σκηνή. Ωστόσο, είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα για να εμποδιστεί μια νέα επιστροφή τους: ορειχάλκινο τείχος στήθηκε γύρω από τον Τάρταρο, με τριπλή νύχτα να βασιλεύει στην κορυφή του, και τοποθετήθηκε σιδερένια πύλη την οποία σφυρηλάτησε ο Ήφαιστος. Ο Γύγης, ο Κόττος και ο Βριάρεως ορίστηκαν άγρυπνοι φρουροί.
Τα θνητά γένη, η φωτιά και η ελπίδα
Ένας από τους Τιτάνες, ο Ιαπετός, απέκτησε με την Ωκεανίδα Κλυμένη τέσσερις γιους: τον Άτλαντα, τον Προμηθέα, τον Μενοίτιο και τον Επιμηθέα. Όταν οι Ολύμπιοι έπλασαν τα θνητά γένη από χώμα και φωτιά, κάλεσαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τους μοιράσουν χαρίσματα. Ο Επιμηθέας εξόπλισε κάθε ζώο, άλλο με δύναμη, άλλο με ταχύτητα, άλλο με την ικανότητα να πετάει. Και καθώς κανένα χάρισμα δεν περίσσεψε για το γένος των ανθρώπων, ο Προμηθέας έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά. Κρυμμένη σε κλαδί κουφοξυλιάς, η φωτιά έφτασε στη γη, πράγμα που επέσυρε την οργή του Δία. Ο Προμηθέας, που άλλες παραδόσεις λένε πως δίδαξε στους ανθρώπους τις τέχνες και τις επιστήμες, έμελλε να βασανιστεί πολύ για την αγάπη του προς το θνητό γένος: δεμένος πάνω σε έναν πάσσαλο, σε μια κορυφή του Καυκάσου, πέρασε τριάντα ολόκληρα χρόνια δεσμώτης. Ένας αετός καθημερινά ορμούσε και του έτρωγε το συκώτι, ενώ τη νύχτα αυτό αναγεννιόταν, μέχρι που ο Ηρακλής, περαστικός, τον ελευθέρωσε.
Ο Προμηθέας, ευεργέτης του ανθρώπινου γένους, προσωποποιεί δυνάμεις ευφυείς, την ίδια τη νοημοσύνη, μητέρα της ανθρώπινης επιδεξιότητας. Σε έναν άγριο και σκληρό κόσμο, ο Προμηθέας γίνεται όχημα και εργαλείο μετάβασης στον πολιτισμό, τον έλεγχο της φύσης από τον άνθρωπο, οδηγός στα παραγωγικά έργα.
Σε αυτή την πάλη του ανθρώπου με δυνάμεις αιώνιες και τυφλές εντάσσεται και ο μύθος της Πανδώρας. Ο Δίας οδηγεί στον Επιμηθέα μια γυναίκα ως δώρο και εκείνος –παρά τις αντίθετες συμβουλές του αδελφού του– την αποδέχεται.Το δώρο είναι η Πανδώρα, δημιουργημένη από τον Ήφαιστο με εντολή του Δία και στολισμένη με χαρίσματα από όλους τους θεούς. Μαζί της φέρνει ένα κουτί με εντολή από τους θεούς να μην το ανοίξει, ώσπου μια μέρα –έχοντας παρασυρθεί από την περιέργειά της– θέλει να δει το περιεχόμενό του. Από τότε απελευθερώνονται στον κόσμο όλα τα δεινά και μονάχα η ελπίδα παραμένει μόνη στο βάθος του κουτιού:
«… Πριν από αυτό οι άνθρωποι ζούσαν πάνω στη γη απαλλαγμένοι από βάσανα, από σκληρή δουλειά και από τις πικρές αρρώστειες που φέρνουν τα γηρατειά… από κείνη τη μέρα, χίλιες συμφορές ζώνουν από παντού τον άνθρωπο: η γη είναι γεμάτη δεινά, το ίδιο και η θάλασσα, οι αρρώστιες βασανίζουν τους θνητούς νύχτα-μέρα και τους φέρνουν ύπουλα τους κάθε λογής πόνους..»
Οι Έλληνες
Ο Επιμηθέας και η Πανδώρα γέννησαν την Πύρρα, που ενώθηκε με τον Δευκαλίωνα, γιο του Προμηθέα. Σε αυτούς έτυχε να αναλάβουν να σταματήσουν το τελευταίο σχέδιο του Δία, να εκδικηθεί την ανθρωπότητα που ανέτειλλε. Ο κυρίαρχος του Ολύμπου σχεδίαζε να εξοντώσει το ανθρώπινο γένος στέλνοντας στη γη μεγάλους κατακλυσμούς, και ο Προμηθέας υπέδειξε στους δυό νέους να κατασκευάσουν μια ξύλινη κιβωτό και να καταφύγουν μέσα σε αυτήν για να σωθούν. Για εννέα μέρες και εννέα νύχτες μέσα στην κιβωτό παρασύρονταν από τα κύματα, μόνοι σε έναν κόσμο που κατέρρεε, και τέλος έφτασαν στον Παρνασσό. Ο Δευκαλίων αμέσως έκανε θυσία στον Δία για τη σωτηρία τους και εκείνος, μέσω του Ερμή, τους μήνυσε πως είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν την πραγματοποίηση μιας ευχής: ο Δευκαλίων και η Πύρρα ζήτησαν τη δημιουργία μιας νέας ανθρώπινης γενιάς.
Από τις πέτρες που πέταξε πίσω του ο Δευκαλίων γεννήθηκαν άντρες και από όσες πέταξε πίσω της η Πύρρα γεννήθηκαν γυναίκες. Αυτή η καταγωγή των Ελλήνων θα μνημονεύεται για αιώνες – όλα τα βασιλικά/ηγεμονικά γένη θα ισχυρίζονταν αργότερα πως κατάγονταν απευθείας από τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα.
Ο μύθος αυτός φέρει μνήμες, όπως άλλοι ανάλογοι των υπόλοιπων λαών της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, από την πολύ παλιά περίοδο των γεωλογικών και κλιματολογικών μεταβολών, οπότε φαίνεται πως απειλήθηκε η ανθρώπινη ζωή και κατοίκηση.
Ταυτόχρονα, οι μύθοι περί της καταγωγής των Ελλήνων συνδέονται με τις αντιλήψεις περί αυτοχθονίας και αποτελούν χαρακτηριστικά μυθολογικά μοτίβα όπου, ανθρώπινες κοινότητες, οργανωμένες σε γένη με βάση το δεσμό αίματος και επενδύοντας ιδεολογικά την κοινωνική τους κατάσταση, ανάγουν τους γενάρχες σε ένα ζεύγος ηρωικών μυθικών προγόνων.
Οι θεοί – ανθρωπόμορφες δυνάμεις
Το ελληνικό μυθολογικό υλικό είναι πλούσιο σχετικά με τους θεούς. Το Δωδεκάθεο, με τις τοπικές παραλλαγές του και μετά από μακρά ιστορική πορεία, στον πιο γνωστό και απλό τύπο του περιλαμβάνει τους εξής: Δία, Ήρα, Αθηνά, Ποσειδώνα, Δήμητρα, Απόλλωνα, Άρτεμη, Ερμή, Άρη, Αφροδίτη, Ήφαιστο και Εστία. Οι Αθάνατοι τρέφονταν με αμβροσία και νέκταρ, και μόνη τους δέσμευση ήταν ο ιερός όρκος στα νερά της Στύγας, του ποταμού του κάτω κόσμου. Συνοδεύονται από μια μεγάλη σειρά μικρότερων τη τάξει θεοτήτων, προσωποποιήσεων και θεϊκών μορφών, που όλοι μαζί παρακολουθούν τη ζωή των ανθρώπων και επεμβαίνουν σε αυτήν, ζώντας κατ’ εικόνα τους.
Ο ανθρωπομορφισμός των θεών, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής μυθολογίας, δεν πρέπει να ιδωθεί υπό τους περιορισμούς της σύγχρονης δυτικής σκέψης.
Οι ελληνικές θεότητες δεν είναι πρόσωπα-άτομα με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά περισσότερο πρόσωπα-δυνάμεις, μορφές των οποίων η ιστορία και η δράση εξειδικεύεται και αναπτύσσεται κυρίως μέσα από το περιεχόμενο και τη σημασία των λατρευτικών επιθέτων που τα συνοδεύουν ως ιδιότητες και προσδιορίζουν το εύρος και το όριο των αρμοδιοτήτων τους: η Αθηνά είναι Σωτήρας και Στρατηγός, η Αφροδίτη Πάνδημος, η Άρτεμη Ευκλεία κ.λπ.
Οι ήρωες
Δίπλα στους θεούς και στις θεές, οι ήρωες, μια ξεχωριστή κατηγορία θνητών, προσφέρουν πλούσιο μυθολογικό υλικό. Ρωμαλέοι, γενναίοι, ωραίοι, έξυπνοι, άξιοι και ευφυείς, οι ήρωες εξυψώνονται και γίνονται ισόθεοι χάρη στα κατορθώματά τους και, με τη σειρά τους, αποτελούν αντικείμενα λατρείας. Πρόγονοι και πνεύματα-κηδεμόνες, φρουροί και προστάτες, οι νεκροί ήρωες συνδέονται με την αρχή και την εξέλιξη της πόλης. Η Μαντίνεια περηφανευόταν ότι είχε τα οστά του Αρκάδα, ενώ η Μεσσηνία του Αριστομένη. Ο Οιδίποδας υποδεικνύει μόνος του στους Αθηναίους το μέρος όπου θέλει να τον θάψουν και, σε αντάλλαγμα, αυτός θα στέκει χρήσιμος κάτοικος της χώρας, δυνατό οχυρό που θα την προστατεύει από τους εχθρούς της. Ο ήρωας ζει ανάμεσα στους ανθρώπους, υπερέχοντας με την πράξη του, υπόκειται όμως στα γηρατιά και στον θάνατο. Η ιδεολογία της πόλης δεν αποδέχτηκε το σχήμα του Ησιόδου που μετέφερε τους ευτυχισμένους νεκρούς –και πλέον αθάνατους– ήρωες μακριά από τον Ωκεανό• ήθελε να τους έχει για πάντα στα σπλάχνα της γενέθλιας γης. Στη δημοκρατική πόλη, οι ήρωες δεν είναι ιδανικά στερεότυπα. Τα μεγάλα γένη γνωρίζουν με ακρίβεια πόσες γενιές τα χωρίζουν από τον ηρωϊκό τους πρόγονο. Βίος ευκλεής και θάνατος ωραίος, η ιδεολογία της δημοκρατικής πόλης αντιλαμβάνεται την ανδρεία και την ξεχωριστή πράξη ως τα αποτελέσματα της προαίρεσης και έτσι μετασχηματίζει την ιδέα της αθανασίας σε διαδικασία ενσυνείδητη και δρώσα.
Οι ήρωες ξεκινούν από έναν τόπο αλλά συχνά εκτείνουν τη δράση τους σε διάφορες περιοχές. Με το χρόνο αποκτούν υπερτοπικό χαρακτήρα, ασχολούνται και επεμβαίνουν σε όλα τα θέματα της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής, ενώ κάποιοι από αυτούς έχουν το χάρισμα να προλέγουν το μέλλον. Μπορούν να μεταμορφώνονται, όπως ο Εριχθόνιος στην Αθήνα, που παίρνει τη μορφή φιδιού. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό όλων είναι η ευμένεια.
Μια μεγάλη κατηγορία ηρώων σχετίζεται με τις καθημερινές ασχολίες: ο Άκρατος στην Αθήνα, καθώς επίσης ο Μάτων και ο Κεράωνας στη Σπάρτη, επιστατούν στα γεύματα. Ο Εύφημος σχετίζεται με την ευφράδεια και ο Σιγηλός με τη σιωπή, ο Δέρκυλος έχει εφεύρει το δίχτυ, ο Εύοδος φρουρεί τις οδούς, ο Επικάλαμος αγρυπνά για την εστία. Μια σειρά ηρώων πήραν ή έδωσαν το όνομά τους στις περιοχές με τις οποίες συνδέεται η δράση τους: Σαλαμίς και Αιγίνη, Πάραλος, Αρδηττός, Ορχομενός. Οι τοπικοί ήρωες είναι σύμμαχοι στις εκστρατείες και τα σύμβολά τους μεταφέρονται στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με την παράδοση, στη μάχη του Μαραθώνα συμμετείχε και ο ήρωας Έχετλος, την ίδια μέρα που εμφανίστηκε για να βοηθήσει τους Αθηναίους και ο Θησέας. Στη μάχη των Λεύκτρων, ο Αριστομένης φέρεται να πολεμά στο πλευρό των Θηβαίων. Οι ήρωες αναχαιτίζουν τα κακοποιά πνεύματα, καταπολεμούν ασθένειες και επιδημίες. Την πρώτη θέση σε αυτό τον τομέα κρατούν οι Ασκληπιάδες, οι απόγονοι του Ασκληπιού. Ως σωτήρες, οι ήρωες έχουν ανάλογα αφιερωμένα ιερά. Τα ιερά και οι τάφοι των ηρώων θεωρούνται άσυλα.
Ο Ηρακλής, ήρωας πανελλήνιος
Ήρωας ο οποίος συμβολίζει την ανθρωπότητα που μοχθεί, πάσχει και πράττει, ο ήρωας που συνδέεται με τα δωρικά γένη, συμβολίζει το δίκαιο άνθρωπο ο οποίος αντιδρά στην τυρρανία. Γιος της Αλκμήνης, της πιο όμορφης και πιο ψηλής από τις γυναίκες, ο Ηρακλής υπήρξε καρπός της ένωσής της με τον Δία, ο οποίος της παρουσιάστηκε με τη μορφή του άντρα της, του ένδοξου Αμφιτρύωνα. Η Ήρα καταδίωξε το παιδί αφότου γεννήθηκε, στέλνοντας στην αρχή δύο φίδια στη βρεφική του κούνια, τα οποία όμως ο μικρός γιος της Αλκμήνης έσφιξε γελώντας και τα πέταξε άψυχα στο έδαφος. Ο μάντης Τειρεσίας προείπε για αυτόν πως θα ανέβαινε στον έναστρο θόλο μόλις εκπλήρωνε τους άθλους που οι Μοίρες τού είχαν ορίσει. Ο Ηρακλής έλαβε τη μόρφωσή του από τους πιο ξακουστούς δασκάλους της Ελλάδας: ο Λίνος, ο γιος του Απόλλωνα, του έμαθε γράμματα και μουσική, ο Αρπάλυκος, ο γιος του Ερμή, του δίδαξε την πάλη, και ο Εύμολπος τη λύρα και το τραγούδι. Ωστόσο, επειδή στη διάρκεια της εκπαίδευσής του, ο Ηρακλής σκότωσε σε ατύχημα τον Λίνο, ο Αμφιτρύων θεώρησε καλό να τον στείλει να ζήσει με τους βοσκούς του στον Κιθαιρώνα. Εκεί, ο Ηρακλής σκότωσε το λιοντάρι που αποδεκάτιζε τα κοπάδια του Αμφιτρύωνα και του Θέσπιου, του βασιλιά των Θεσπιών, και ντύθηκε τη λεοντή του. Την ίδια εποχή παντρεύτηκε τη Μεγάρα, την κόρη του βασιλιά της Θήβας, ως ανταμοιβή για την απελευθέρωση της Θήβας από τη φόρου υποτέλεια στους Μινύες. Μαζί έκαναν παιδιά που είχαν άδοξο τέλος: η Ηρα έστειλε στον Ηρακλή μανία, του πήρε τα λογικά του, και μαινόμενος εκείνος θανάτωσε τους γιους του. Μετά το φόνο των παιδιών του, ο Ηρακλής αυτοκαταδικάστηκε σε εξορία και, ζητώντας καθοδήγηση από το μαντείο των Δελφών, κατέληξε στην υπηρεσία του Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας και των Μυκηνών. Σύμφωνα με το μαντείο του Απόλλωνα, ο Ηρακλής έπρεπε να εκτελεί τις εντολές του Ευρυσθέα για δώδεκα ολόκληρα χρόνια – στο διάστημα αυτό, ο ήρωας έφερε εις πέρας δώδεκα δύσκολες αποστολές, που έγιναν γνωστές ως οι άθλοι του Ηρακλή.
Φαίνεται πως ο μυθολογικός κύκλος των δώδεκα άθλων δεν διαμορφώθηκε αμέσως στη μορφή με την οποία τους γνωρίζουμε. Ένας ποιητής του 6ου αι. π.Χ. από τη Ρόδο, ο Πίσανδρος, φέρεται να είναι ο πρώτος που τους καταγράφει στο έργο του με τίτλο Ηρακλειάς. Από τον 4ο αι. π.Χ. και έπειτα, οι συγγραφείς αναφέρονται στους άθλους, οι οποίοι και συμπληρώνονται από επεισόδια. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος είναι μάλλον αυτός που κατέταξε χρονολογικά τις δώδεκα δοκιμασίες ως εξής:
Ο Λέων της Νεμέας
Η Λερναία Ύδρα
Η Κερυνίτις Έλαφος
Ο Ερυμάνθιος Κάπρος • Ο Ηρακλής και οι Κένταυροι της Φολόης
Οι στάβλοι του Αυγεία
Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες
Ο Ταύρος της Κρήτης
Οι φοράδες του Διομήδη
Η ζώνη της Ιππολύτης, βασίλισσας των Αμαζόνων
Τα βόδια του Γηρυόνη
Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων
Ηρακλής και Κέρβερος
Η παράδοση θέλει τον Ηρακλή να χρειάστηκε οκτώ χρόνια και ένα μήνα για να εκτελέσει τις δώδεκα δοκιμασίες, ωστόσο η δραστηριότητά του δεν εξαντλείται σε αυτές. Μια σειρά από ανδραγαθήματα παραδίδονται, όπως ο φόνος του Βούσιρη, ο οποίος θανάτωνε κάθε ξένο που έφτανε στην Αίγυπτο. Αγαθοποιός, ο Ηρακλής συνοδεύεται συχνά από το επίθετο Σωτήρ. Βασανισμένος και ο ίδιος, εξαιτίας της φιληδονίας του και της αγάπης του για το φαγητό και το ποτό, πολλές φορές δεν αποφεύγει τη γελοιοποίηση. Ωστόσο, οι αδυναμίες του είναι γνώριμες στους ανθρώπους και οι περιπέτειές του διασκεδαστικές.
Ο Ηρακλής ενώθηκε με πολλές γυναίκες στη διάρκεια της ζωής του και τελευταία έμελλε να ήταν η Διηάνειρα. Κόρη της Αλθαίας και του Οινέα, βασιλιά της Αιτωλίας, όπου έγινε το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, η Διηάνειρα ήταν πολεμίστρια. Πήρε μέρος στη μάχη εναντίων των Δρυόπων, στο πλευρό του Ηρακλή, και πληγώθηκε. Στην Καλυδώνα, ο Ηρακλής απέκτησε τον Ύλλο με τη Διηάνειρα, αλλά το ζευγάρι αναγκάστηκε να εξοριστεί ως άφεση για τον ακούσιο φόνο ενός συγγενούς του Οινέα. Στη διαδρομή για την Τραχίνα συνάντησαν τον ποταμό Εύηνο, ορμητικό και δυσκολοδιάβατο, τόπο κατοικίας του κενταύρου Νέσσου, ο οποίος μετέφερε τους ταξιδιώτες από όχθη σε όχθη. Ο Ηρακλής ανέθεσε στον Νέσσο να περάσει απέναντι τη Διηάνειρα και ο ίδιος πέρασε κολυμπώντας. Την ώρα που περνούσαν το ποτάμι, ο Ηρακλής σκότωσε τον Νέσσο με βέλος, επειδή επιτέθηκε στη Διηάνειρα, αφού είχε ακούσει τις φωνές της. Ο κένταυρος, ενώ ψυχορραγούσε, έδωσε στη Διηάνειρα μια μαγική συνταγή για να κρατήσει αιώνια τον έρωτα του άντρα της: σπέρμα και αίμα από την πληγή του και λάδι, για να εμποτίσει με αυτό τον χιτώνα του Ηρακλή.
Αυτό το μαγικό βοτάνι, στην πραγματικότητα δηλητήριο και όχι ελιξήριο έρωτα, έμελλε να σκοτώσει τον ήρωα: όταν η Διηάνειρα, τυφλωμένη από τη ζήλια της για την Ιόλη, έστειλε στον Ηρακλή άσπρο χιτώνα αλειμμένο με το φίλτρο που είχε φτιάξει, εκείνος άρχισε να υποφέρει από αφόρητους πόνους. Όμως, το ρούχο δεν έβγαινε• βγάζοντάς το αποκόβονταν οι σάρκες του. Έτσι, ο Ηρακλής διέταξε να τον ανεβάσουν σε πλοίο για την Τραχίνα, όπου σε ατελείωτους πόνους, έκοψε μόνος του δέντρα από το δάσος για τη νεκρική πυρά του. Λένε πως τη φωτιά την άναψε ο Φιλοκτήτης και ο Ηρακλής του έδωσε τα βέλη του. Η Διηάνειρα κρεμάστηκε.
Ο Ηρακλής έζησε ανάμεσα στους θεούς και οι Ηρακλειδείς, οι πολυάριθμοι απόγονοί του, έγιναν κύριοι της Πελοποννήσου, έδωσαν γενάρχη στη μακεδονική βασιλική γενιά, έφτασαν μέχρι την Πέργαμο και τα βασιλικά γένη της Λυδίας. Ο Ηρακλής λατρεύτηκε σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας – ο ίδιος κήρυξε λατρείες. Ίδρυσε στην Ολυμπία τους αθλητικούς αγώνες και τους εμπιστεύτηκε στους Διόσκουρους. Φέρεται να ίδρυσε το ναό του Απόλλωνα στη Φενεό της Αρκαδίας, μεταφέροντας εκεί τον ιερό τρίποδα των Δελφών, όταν η Πυθία αρνήθηκε να του προμαντέψει. Το δικό του σημαντικότερο μαντείο βρισκόταν στον Υμηττό, ενώ πολλές πηγές ήταν αφιερωμένες σε αυτόν επειδή φέρεται ότι ήταν εκείνος που τις έκανε να αναβλύσουν. Οι γιορτές προς τιμήν του, τα Ηράκλεια, συνοδεύονταν από αγώνες. Στην Αττική, τα πιο φημισμένα Ηράκλεια γίνονταν στον Μαραθώνα κάθε πέντε χρόνια, με έπαθλα ασημένιες φιάλες, και με συμμετοχή αθλητών από όλο τον ελληνικό κόσμο.
Οι μύθοι της Αττικής – Θησέας
Η γέννηση του Θησέα υπήρξε θέμα πολλών μύθων. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, γεννήθηκε από τον Αιγέα και την Αίθρα. Βασιλιάς της Αθήνας, ο Αιγέας δεν είχε παιδιά από τις δυο του γυναίκες, Μήτα και Χαλκιόπη, και απέδιδε αυτή την κακοτυχία στην οργή της Ουράνιας Αφροδίτης. Επειδή φοβόταν ότι στην Αθήνα θα βασιλέψουν τα παιδιά του αδελφού του, Πάλλαντα, ζήτησε τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών, αλλά ο χρησμός ήταν σκοτεινός. Περνώντας από την Τροιζήνα, την πόλη όπου βασίλευε ο φίλος του, Πιτθέας, και ζητώντας τη συμβουλή του για να ξεδιαλύνει τον χρησμό, ο Αιγέας κοιμήθηκε με την κόρη του, την Αίθρα. Η κόρη του Πιτθέα, που την ίδια νύχτα είχε ενωθεί και με τον Ποσειδώνα, έμελλε να γεννήσει για τον Αιγέα αρσενικό παιδί, ισάξιο στα κατορθώματα με τον Ηρακλή. Καθώς ο Αιγέας έφευγε από την Τροιζήνα, άφησε κάτω από βράχο το σπαθί του και ένα ζευγάρι σανδάλια – έδωσε οδηγίες στην Αίθρα, πως αν γεννούσε, έπρεπε να κρατήσει μυστική την ταυτότητα του πατέρα ώσπου να φτάσει το παιδί στην εφηβεία. Τότε, και αφού ο νεαρός σηκώσει το βράχο χωρίς βοήθεια, να του δώσει τα πράγματα και να τον στείλει στον πατέρα του. Το παιδί που γεννήθηκε, από θνητό και θεϊκό πατέρα, ονομάστηκε Θησέας. Ο Θησέας, έφηβος, βάδισε προς την Αθήνα από την ξηρά, μέσα από επικίνδυνους δρόμους. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του συνάντησε τον Περιφήτη, τον Σίνι, τον Προκρούστη και τον Κερκύονα, όλους κακοποιοιούς που σκότωναν μαρτυρικά τους διαβάτες. Τους τιμώρησε όλους με τον ίδιο θάνατο που εκείνοι είχαν επιφυλάξει στα θύματά τους και, φτάνοντας στην Αθήνα, εκαθάρθη από τους φόνους σε ιερή τελετή της φρατρίας των Φυταλιδών, οι οποίοι και συνδέονταν με τη λατρεία του Ποσειδώνα. Ο Θησέας, στο παλάτι του πατέρα του, συγκρούστηκε με τους Παλλαντίδες και τους εξόντωσε, επιλύοντας τα ζητήματα της εξουσίας και εγκαινιάζοντας μια περίοδο νέων κατορθωμάτων.
Γλίτωσε την Αττική από τις καταστροφές που προκάλεσε ο φοβερός ταύρος του Μαραθώνα και ονόμασε μια κώμη Εκάλη, προς τιμήν της γριούλας που του πρόσφερε καταφύγιο κατά το κυνήγι του ταύρου. Τον ίδιο ταύρο είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αντιμετωπίσει και ο Ανδρόγεως, ο γιος του Μίνωα, βασιλιά της Κρήτης. Ο Μίνωας θεώρησε τους Αθηναίους υπαίτιους για τον αφανισμό του γιου του και τους υποχρέωσε –αφού τους νίκησε σε πόλεμο– να στέλνουν κάθε χρόνο επτά νέους και επτά νέες τροφή στον Μινώταυρο, τέρας με σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου. Ο Θησέας προσφέρθηκε να συμμετέχει στην αθηναϊκή αποστολή παρά τη γνώμη του Αιγέα. Αν γλίτωναν, το καράβι που θα τους έφερνε θα σήκωνε άσπρα πανιά αντί για μαύρα, όπως θέλησε ο Αιγέας.
Στην Κρήτη, ο Μινώταυρος ήταν κλεισμένος στο Λαβύρινθο, ένα οικοδόμημα περίπλοκο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος, όλο διαδρόμους και δωμάτια χωρίς τέλος. Θα ήταν αδύνατο να βρει κανείς την έξοδο από αυτό, ακόμα κι αν σκότωνε τον Μινώταυρο. Αλλά η Αριάδνη, η κόρη του Μίνωα, ερωτεύτηκε τον Θησέα• με σκοπό να φύγει μαζί του, έδωσε στον ήρωα ένα κουβάρι νήμα –ο μίτος της Αριάδνης– για να το έχει ως οδηγό προς την έξοδο, αφού στερέωσε τη μια του άκρη στην είσοδο του Λαβυρίνθου. Ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο και έφυγε από την Κρήτη με την Αριάδνη και τους νέους της Αθήνας. Στο δρόμο του γυρισμού σταμάτησε στη Νάξο, όπου και εγκατέλειψε την Αριάδνη ενώ κοιμόταν, σύμφωνα με μια παράδοση, εν είδει χάρης στον Διόνυσο, ο οποίος την ερωτεύτηκε. Πλησιάζοντας στην Αθήνα, κανείς δεν είχε θυμηθεί να αλλάξουν τα πανιά, ως σημάδι πως γλίτωσαν από τον θάνατο: ο Αιγέας, βλέποντας το μαύρο πανί, από τη θλίψη του έπεσε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Και από τότε αυτή η θάλασσα λέγεται Αιγαίο.
Ο Θησέας, ούτος άλλος Ηρακλής όπως λέει η παράδοση, μετά τα μέσα του 6ου αιώνα, οπότε εδραιώνεται ως αθηναϊκός ήρωας, αποκτά πλούσιο μυθολογικό υλικό. Στο πλαίσιο αυτού του ρόλου οφείλει να απαγάγει την Αριάδνη αλλά και την Ελένη, γυναικείες μορφές που συνδέονται με προελληνικές λατρείες και τον κύκλο της βλάστησης, της γονιμότητας και του θανάτου. Ταυτόχρονα, οφείλει να αναμετρηθεί και να νικήσει τις Αμαζόνες• επώνυμη βασίλισσα, η Αντιόπη πρέπει μέσω του γάμου να υποταχθεί για να διατηρηθεί η βεβαιότητα της ανδρικής εξουσίας, ώστε να εγκαθιδρυθεί η ισορροπία των κοινωνικών δομών της πόλης-κράτους.
Οι μύθοι της Θήβας – Κάδμος και Οιδίποδας
Η ίδρυση της πόλης της Θήβας συνδέεται με μια σειρά από μυθολογικές παραδόσεις πλούσιες όπως της Αττικής, και οι Θηβαίοι ήρωες αποτελούν σημαντικές μορφές της ελληνικής μυθικής παράδοσης.
Η γενιά του Κάδμου ξεκινά από τον ίδιο τον Δία. Γιος του Αγήνορα και της Τηλεφάεσσας, αδελφός του Φοίνικα, του Κίλικα και της Ευρώπης, αναζητά την αδελφή του όταν την κλέβει ο Δίας και φτάνει στους Δελφούς. Η Πυθία τον συμβουλεύει να σταματήσει την αναζήτηση και να συνεχίσει το δρόμο του μέχρι να συναντήσει ένα ιερό ζώο. Στο μέρος όπου η θεϊκή αγελάδα θα ξαποστάσει, ο Κάδμος πρέπει να ιδρύσει μια πόλη. Στο μυθικό τόπο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Κάδμος και οι σύντροφοί του θα γίνονταν οι πρώτοι οικιστές, ξεκίνησε μια νέα περιπέτεια: ένας φοβερός δράκοντας ξεπήδησε από τη γη, απειλώντας τους• μετά από μια δύσκολη μάχη, ο Κάδμος νίκησε το θηρίο. Με παρέμβαση της Αθηνάς, που καθοδήγησε την πράξη του, ο Κάδμος έσπειρε τα δόντια του δράκοντα για να γεννηθεί από αυτά ένας καινούργιος λαός. Οι νέοι άνθρωποι, πολεμιστές, ρίχτηκαν σε λυσσαλέα μάχη μεταξύ τους και ξεψύχησαν όλοι εκτός από πέντε. Ο Εχίων, ο Ουδαίος, ο Χθόνιος, ο Υπερίων και ο Πέλωρ έμελλε να γίνουν τα αδέλφια του Κάδμου και, με όρκους πίστης, να φτιάξουν τη νέα πόλη. Ο Κάδμος ενώθηκε με την Αρμονία, την κόρη του Άρη, και απέκτησαν μαζί τέσσερις κόρες: την Ινώ, τη Σεμέλη, την Αγαύη και την Αυτονόη – όλες ηρωίδες τραγικών περιπετειών. Ο Κάδμος και η Αρμονία έζησαν έως το τέλος της ζωής τους στην Ιλλυρία. Μεταμορφώθηκαν σε φίδια και οι θεοί τους μετέφεραν στα Ηλύσια Πεδία.
Ο μύθος της γενιάς των Λαβδακιδών, με κεντρική μορφή τον Οιδίποδα, γνωστός σε εμάς κυρίως από το αρχαίο δράμα, είναι ίσως από τους τραγικότερους των ελληνικών μύθων. Προικισμένος και άξιος άνθρωπος, εξαιτίας των δικών του σφαλμάτων αλλά και της κακής μοίρας, ο Οιδίποδας ενεργεί με ευθύνη και καλή κρίση, αλλά οι πράξεις του στρέφονται ενάντια στον εαυτό του. Πράττοντας πάντα σύμφωνα με αυτό που νομίζει ορθό και έχοντας την καλύτερη πρόθεση, χωρίς να το ξέρει, στην πραγματικότητα βαδίζει από ένα αρχικό σφάλμα σε ένα επόμενο. Κάθε πράξη, κάθε λάθος, υφαίνουν έναν αόρατο ιστό που απλώνεται και στο τέλος περικλείει τον ήρωα από παντού. Μέσα από μια αμείλικτη διαδρομή, εκείνοι που νόμιζαν πως είναι οι πιο ευτυχισμένοι των ανθρώπων αποδεικνύεται πως μόνοι τους οδηγήθηκαν στις πιο μεγάλες δυστυχίες. Πατροκτόνος και αιμομίκτης, τυφλός και εξόριστος, ανέστιος και άπολις, αφήνοντας παιδιά που θα αφανιστούν, ο Οιδίποδας ενσαρκώνει στις υποθέσεις της ελληνικής τραγωδίας το κατεξοχήν πρόσωπο του τραγικού ήρωα.
Ο Λάβδακος, γενάρχης των Λαβδακιδών, κρατά από τη γενιά του Κάδμου. Ο γιος του, Λάιος, εξόριστος κάποτε στην Πελοπόννησο, ερωτεύτηκε τον Χρύσιππο, τον γιο του Πέλοπα, που τον φιλοξενούσε. Ο Χρύσιππος αυτοκτόνησε και, σύμφωνα με αυτή την παράδοση, η κατάρα του Πέλοπα βάρυνε τη γενιά των Λαβδακιδών. Ο Λάιος παντρεύτηκε την Ιοκάστη, κόρη του Μενοικέα. Επειδή δεν είχε αποκτήσει παιδιά, ζήτησε χρησμό, αλλά το μαντείο των Δελφών προείπε πως το αρσενικό παιδί του Λαΐου θα φέρει μόνο συμφορές. Όταν γεννήθηκε ένας γιος, ο Λάιος και η Ιοκάστη άφησαν το μωρό έκθετο στον Κιθαιρώνα για να ξεγελαστεί η μοίρα. Εκεί, το μάζεψε ένας βοσκός και το παρέδωσε στην Αυλή του τυράννου της Κορίνθου, του Πολύβου. Το παιδί ονομάστηκε Οιδίποδας, γιατί είχε πρησμένα πόδια, και ανατράφηκε από τους βασιλιάδες της Κορίνθου. Κάποτε, ζητώντας καθοδήγηση από τους Δελφούς, ο νέος έμαθε πως ήταν γραφτό του να θανατώσει τον πατέρα του και να ενωθεί με τη μητέρα του. Με την αγωνία να μην επαληθευτεί ο χρησμός, ο Οιδίποδας δεν γύρισε στην Κόρινθο. Ταξίδεψε στη Φωκίδα και εκεί, σε σταυροδρόμι τριών δρόμων, σε τυχαία συμπλοκή, αμυνόμενος, σκότωσε τον επιβάτη μιας άμαξας, αγνοώντας την ταυτότητά του. Στη συνέχεια, έφτασε στη Θήβα που μαστιζόταν από λιμό και συμφορές. Με κεφάλι γυναίκας, πόδια και ουρά λιονταριού και φτερά αετού, η Σφίγγα, πλάσμα μυθικό από τη γενιά της Έχιδνας, έστηνε εκεί ενέδρες και έθετε δοκιμασίες, οι οποίες ονομάστηκαν αινίγματα. Ο Οιδίποδας, ευφυής, έλυσε το αίνιγμα, σκότωσε τη Σφίγγα και απελευθέρωσε την πόλη από τα δεινά της. Σε αντάλλαγμα, οι Θηβαίοι, τον επέλεξαν ως βασιλιά, δίπλα στη βασίλισσά τους, την Ιοκάστη, που είχε μείνει μόνη μετά την εξαφάνιση του Λαΐου. Με την Ιοκάστη, ο Οιδίποδας απέκτησε την Αντιγόνη, την Ισμήνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Ο χρησμός είχε εκπληρωθεί: ο άγνωστος άνδρας στο τρίστρατο ήταν ο Λάιος, και έτσι ο Οιδίποδας ενώθηκε με τη μάνα του, αφού έγινε πατροκτόνος. Η κατάρα της γενιάς του αφάνισε τα παιδιά του – τα αγόρια σκοτώθηκαν σε συμπλοκή μεταξύ τους, όταν ο Πολυνείκης επιτέθηκε στη Θήβα με στρατό Αργείων, η Αντιγόνη αυτοκτόνησε για να γλιτώσει την τιμωρία του Κρέοντα, που απαγόρευσε την ταφή του Πολυνείκη, και την Ισμήνη φέρεται να τη σκότωσε ο Τυδέας.
Οι μύθοι της Πελοποννήσου – Ατρείδες, Δαναός, Πέλοπας
Κατοικημένη ήδη από προελληνικά φύλα, η Πελοπόννησος συνδέεται με μύθους που διασώζουν αρχέγονους πελασγικούς πυρήνες. Γενάρχης των Πελασγών, ο Φορωνέας κατά την παράδοση φέρεται να είχε συγκεντρώσει τους πρώτους ανθρώπους και να τους είχε διδάξει τη φωτιά και τις τέχνες στις πλαγιές του Λύκαιου όρους. Από τη γενιά του Φορωνέα και της Ιούς προήλθαν παιδιά όπως η Λιβύη, η Μέμφιδα, η Λυσιάνασσα και η Θήβα. Η Λιβύη, στην ένωσή της με τον Ποσειδώνα, γέννησε τον Βήλο και τον Αγήνορα. Ο Βήλος με την Αγχιρρόη, την κόρη του Νείλου, απέκτησε τον Αίγυπτο και τον Δαναό. Ο πρώτος απέκτησε πενήντα γιους και ο Δαναός πενήντα κόρες. Ο Δαναός βασίλευσε στο Άργος και πάντρεψε τις κόρες του με τους πενήντα γιους του Αγήνορα. Την πρώτη νύχτα του γάμου, οι Δαναΐδες έσφαξαν τους άντρες τους, με προτροπή του πατέρα τους, εκτός από την Υπερμνήστρα, που λυπήθηκε τον Λυγκέα. Τα κεφάλια των συζύγων τα έριξαν στη λίμνη της Λέρνας και τα πτώματα θάφτηκαν μπροστά στα τείχη του Άργους – η Υπερμνήστρα φυλακίστηκε.
Τόπος με ισχυρή και πανάρχαιη μητριαρχική παράδοση, το Άργος, έχοντας γυναίκες ηρωίδες όπως την Αμυμώνη και τη Μυκήνη, διατηρεί παλιά στρώματα μέσα στο μυθολογικό υλικό. Οι φόνισσες έγιναν γενάρχες των Δαναών, της φυλής που πήρε τη θέση των Πελασγών στην Πελοπόννησο, σύμφωνα με παλιότερες εκδοχές του μύθου, ή καταδικάστηκαν –σύμφωνα με άλλη εκδοχή– να χύνουν αδιάκοπα νερό μέσα σε ένα τρύπιο πιθάρι στον Άδη. Αυτόνομες πριν γίνουν έπαθλα αγώνων και γάμου, οι κόρες του Δαναού μπερδεύουν τον μυθογράφο: άλλοτε τις θέλει να καταδικάζονται για το κακούργημα, άλλοτε όχι.
Ο ήρωας που έδωσε το όνομά του στην Πελοπόννησο είναι ο Πέλοπας, ο γιος του Ταντάλου. Ο Τάνταλος, από τη γενιά του Δία, βασίλευε στη Φρυγία. Μαζί με τη Διόνη, κόρη του Άτλαντα, ή την Ευρυάνασσα, κόρη του Πακτωλού, απέκτησε, ανάμεσα σε άλλα παιδιά, τον Πέλοπα και τη Νιόβη. Ο Πέλοπας, φτάνοντας στην Πίσα της Ήλιδας, παρουσιάστηκε στον βασιλιά Οινόμαο για να διεκδικήσει την κόρη του, Ιπποδάμεια. Με τη βοήθεια του Ποσειδώνα, που έφερε φτερωτό άρμα, και με οδηγό τον έρωτα της Ιπποδάμειας, ο Πέλοπας νίκησε τον Οινόμαο σε αρματοδρομία από το βωμό του Δία στην Ολυμπία έως το βωμό του Ποσειδώνα στην Κόρινθο. Το ζευγάρι απέκτησε έξι γιους, οι πιο γνωστοί από τους οποίους ήταν ο Ατρέας και ο Θυέστης. Ο Πέλοπας είχε και άλλο γιο από μια Νύμφη, τον Χρύσιππο – τον σκότωσαν οι υπόλοιποι γιοι ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, η ίδια η Ιπποδάμεια. Τότε ο Πέλοπας καταράστηκε και εξόρισε τους γιους του και την Ιπποδάμεια, που γύρισαν στην Ήλιδα μετά το θανατό του. Βασιλιάς έγινε ο Ατρέας, ως πρωτότοκος, που είχε το σύμβολο της εξουσίας, το χρυσόμαλλο δέρας, δώρο του Ερμή. Ο Θυέστης σκέφτηκε να αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας για να κερδίσει την εξουσία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να αλλάξει πορεία ο Ήλιος, η Ηώς και τα άστρα στον ουρανό. Ο Ατρέας εξόρισε τον Θυέστη.
Τραγικά γεγονότα σημάδεψαν και μετέπειτα τη ζωή των αδελφών: ο Θυέστης γύρισε ικέτης, αφού είχε μεγαλώσει στην εξορία ως επίδοξο δολοφόνο του πραγματικού πατέρα του έναν γιο του Ατρέα, ο οποίος όμως, το έμαθε και τον σκότωσε, αγνοώντας πάντως ότι ήταν γιος του. Στο δείπνο της συμφιλίωσης, ο Ατρέας σέρβιρε στον Θυέστη τις σάρκες των παιδιών του, του Ταντάλου και του Πλεισθένη.
Από αυτό το γεμάτο βία παρελθόν γεννιέται η κατάρα της γενιάς των Ατρειδών: ο Αγαμέμνων, αρχηγός των Ελλήνων, γιος του Ατρέα, ο Αίγισθος, τρίτος γιος του Θυέστη –σύμφωνα με μια παράδοση– και η Κλυταιμνήστρα, η γυναίκα που συνέδεσε το όνομά της με το κλέος και τον όλεθρο, είναι τα τραγικά πρόσωπα της βασιλικής γενιάς η οποία συνδέθηκε με τη δύναμη, τη γενναιότητα, την ευφυΐα και το πάθος, σε μια ιστορία που συμπληρώνεται από τη θυσία της κόρης Ιφιγένειας, το γυρισμό του βασιλιά από τον πόλεμο μαζί με την Κασσάνδρα, το φόνο του Αγαμέμνονα, το φόνο της μάνας από το γιο, τον Ορέστη, ενώ η Ηλέκτρα παραμένει κόρη νέα αλλά νεκρή μέσα στο πένθος.
Ο πυρήνας του μυθικού κύκλου των Ατρειδών κατάγεται από εποχές προφορικής παράδοσης και τελετουργίας, μεταβάλλεται στη διάρκεια του χρόνου και διαδίδεται ευρέως χάρη στα έργα του αρχαίου δράματος.
ΜΥΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ: ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Η ελληνική μυθολογία, γράφουν ο Μax Shapiro και η Rhoda Hendricks στον πρόλογο του έργου τους Λεξικό Μυθολογιών, έφτασε σε μας μέσα από τον πλούτο της λογοτεχνίας που δημιουργήθηκε την εποχή κατά την οποία οι Έλληνες βρίσκονταν στο ζενίθ του πολιτισμού τους, και μέσα σε αυτήν υπάρχουν μόνον απλές νύξεις και σκόρπια παραδείγματα για την τραχύτητα του πρωτόγονου παρελθόντος τους. Μπορούμε να ανακαλύψουμε κατάλοιπα αυτού του παρελθόντος στους μύθους για τους γίγαντες και τους κενταύρους, καθώς και σε μύθους όπως του Μινώταυρου και της Ευρώπης. Όμως, αυτοί οι μύθοι δεν ήταν παρά οχήματα για τις πράξεις κάποιου ήρωα ή περιείχαν ερμηνευτικούς συμπερασμούς σχετικά με το φυσικό κόσμο. Οι Έλληνες έδωσαν ομορφιά και κομψότητα στις θεότητές τους, καθώς επίσης πραγματικότητα και λογική στους μύθους και τους θρύλους τους. Στην ελληνική μυθολογία μπορούμε να εντοπίσουμε ένα βαθύ ενδιαφέρον για τον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως και για την ισχύ της ειμαρμένης και των θεών στο ανθρώπινο πεπρωμένο.
Η παραπάνω περιγραφή παρέχει ασφαλώς το γενικότατο πλαίσιο στο οποίο λειτούργησε η ελληνική μυθολογία, και συμπερασματικά θα πρέπει να συνδέσουμε τους ελληνικούς μύθους με τη δομή και την ανάπτυξη της πόλης-κράτους ως κεντρικού ερμηνευτικού άξονα της πλούσιας λογοτεχνίας μέσω της οποίας οι μύθοι και οι θρύλοι πήραν την τελική τους μορφή και έφτασαν σε μας ως έκφραση της ακμής της αρχαιοελληνικής κουλτούρας.
Ωστόσο, το πρόβλημα της μυθικής αναπαράστασης του κόσμου λαμβάνει μια εξαιρετικά κρίσιμη διάσταση όσες φορές επιχειρούμε να προσεγγίσουμε και να αναλύσουμε τους ιδρυτικούς όρους της αρχαιοελληνικής σκέψης και κοινωνίας. Με ποιον τρόπο συνδέονται αναπαραστάσεις με τη διαμόρφωση της σκέψης, της φιλοσοφίας και του πολιτικού στοχασμού κατά την αρχαιότητα; Σε ποιο βαθμό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τόσο η σκέψη και η φιλοσοφία, όσο και η ανάπτυξη των κοινωνικών δομών κατά την αρχαιότητα προϋποθέτουν τη μυθολογική αναπαράσταση; Πώς ο μύθος παράγει το ιδεολογικό υπόστρωμα της πόλης-κράτους και πώς ανάγεται σε διαμορφωτικό παράγοντα των νομικών και κοινωνικών ιδεών;
Τα ερωτήματα αυτά είναι κρίσιμα και έχουν αντιμετωπιστεί από πλήθος ειδικών ερευνητών μεταξύ των οποίων, οι πλέον γνωστοί στην ελληνική βιβλιογραφία είναι ο Jean-Pierre Vernant και ο Pierre Vidal-Naquet. Τα έργα τους Μύθος και Σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα, Μύθος και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα και Μύθος και Κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα αποτελούν αναμφισβήτητα πολύτιμες πηγές.
Ωστόσο, προκειμένου να γίνει κατανοητή η μυθική λειτουργία τόσο της σκέψης, όσο και των κοινωνικών θεσμών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν η φύση και η λειτουργία του μύθου εν γένει υπό το φως μιας νέας αντίληψης, η οποία διαφέρει ριζικά από τις παλαιότερα εδραιωμένες θέσεις και απόψεις περί μύθων και μυθολογικών αναπαραστάσεων του κόσμου.
Το πρόβλημα, συνεπώς, μετατίθεται αρχικά στα ερωτήματα «τι είναι μύθος και τι είναι νόημα του μύθου», από την απάντηση στα οποία εξαρτάται η αντίληψή μας περί του μυθολογικού υποστρώματος των φιλοσοφικών και άλλων εννοιών που συγκροτούν το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο.
Ως προς τον καθορισμό του μύθου, θα θεωρήσουμε δύο σύγχρονες περιπτώσεις, αφήνοντας κατά μέρος την τεράστια και δαιδαλώδη φιλολογία επί του θέματος. Ο Joseph Campbell, στο έργο του Ο ήρωας με τα χιλιάδες πρόσωπα, επιχειρεί να καθορίσει τη μυθολογική και τελετουργική λειτουργία με όρους που εμπλέκουν τόσο μια συμβολική, όσο και μια ψυχολογική προσέγγιση. Υπήρξε πάντοτε, γράφει, πρωταρχική λειτουργία της μυθολογίας και της τελετουργίας η δημιουργία των συμβόλων εκείνων που προωθούν το ανθρώπινο πνεύμα, σε αντιδιαστολή με εκείνες τις άλλες σταθερές ανθρώπινες φαντασίες που τείνουν να το δέσουν με το παρελθόν. Επιπροσθέτως, ο συγγραφέας Robert Graves, στο έργο του Οι ελληνικοί μύθοι, αποφαίνεται: η αληθινή επιστήμη του μύθου θα έπρεπε να αρχίζει από τη μελέτη της αρχαιολογίας, της ιστορίας και της συγκριτικής θρησκείας.
Ήδη έχουμε μπροστά μας ένα ευρύ πεδίο το οποίο επιχειρεί να συνδυάσει το συμβολικό, το ανθρωπολογικό-ιστορικό και το ψυχολογικό περιεχόμενο του μύθου. Εύκολα θα υποστήριζε κανείς ότι η φύση του αληθινού μύθου συμπλέκει και τα τρία επίπεδα (συμβολικό, ανθρωπολογικό-ιστορικό, ψυχολογικό), έτσι ώστε η πραγματική ουσία του μύθου να αποτελεί ένα καλώς συγκερασμένο σύνολο των τριών αυτών επιπέδων. Αυτό ίσως φαίνεται περισσότερο πειστικό από επιστημονική σκοπιά. Παρ’ όλα αυτά, οι τρεις διακεκριμένες επόψεις, όσο και η προσπάθεια συγκερασμού τους, δημιουργούν τόσο πολλά ερωτηματικά, ώστε οι απαντήσεις, τις οποίες είναι σε θέση να δώσουν, να περιπλέκουν αντί να διασαφηνίζουν το όλο πρόβλημα.
Άποψή μας είναι ότι προκειμένου να διερευνήσουμε τη σχέση μύθου και φιλοσοφίας, μύθου και θρησκείας, μύθου και τεχνών, καθώς επίσης μύθου και κοινωνικών μορφωμάτων, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη θεμελιώδη αντίληψη του Joseph Campbell σύμφωνα με την οποία μύθος είναι το μυστικό άνοιγμα μέσω του οποίου οι ανεξάντλητες ενέργειες του κόσμου ξεχύνονται στην ανθρώπινη πολιτισμική εκδήλωση. Θρησκείες, φιλοσοφικές δοξασίες, τέχνες, κοινωνικοί σχηματισμοί του πρωτόγονου και ιστορικού ανθρώπου, πρώιμες ανακαλύψεις στην επιστήμη και την τεχνολογία, τα ίδια τα όνειρα που ταράζουν τον ύπνο• όλα αυτά αναδύονται από το βασικό, μαγικό κύκλο του μύθου.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα το οποίο θέσαμε στην αρχή, ως προς το ερώτημα, δηλαδή, του νοήματος του μύθου, ο Claude Levi-Strauss έχει πράγματι συμβάλει αποφασιστικά. Αν προσπαθήσουμε, γράφει ο Levi-Strauss, να διαβάσουμε ένα μύθο με τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα ή ένα άρθρο στην εφημερίδα, δηλαδή γραμμή προς γραμμή, διαβάζοντας από τα αριστερά προς τα δεξιά, τότε δεν κατανοούμε το μύθο. Διότι πρέπει να τον συλλάβουμε ως μια ολότητα και να αποκαλύψουμε ότι η βασική σημασία του μύθου δεν αποδίδεται με την ακολουθία γεγονότων, αλλά με δέσμες γεγονότων, ακόμη και όταν αυτά τα γεγονότα εμφανίζονται σε διαφορετικές στιγμές στην εξιστόρηση. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να διαβάσουμε το μύθο όπως θα διαβάζαμε μια ορχηστρική παρτιτούρα: όχι το ένα πεντάγραμμο μετά το άλλο, αλλά καταλαβαίνοντας ότι πρέπει να έχουμε αντίληψη της όλης σελίδας και να κατανοούμε ότι κάτι που είναι γραμμένο στο πρώτο πεντάγραμμο αποκτά νόημα στην κορυφή της σελίδας μόνο αν σκεφτούμε ότι είναι τμήμα και μέρος αυτού που είναι γραμμένο από κάτω στο δεύτερο πεντάγραμμο, στο τρίτο πεντάγραμμο, και ούτω καθεξής.
Η κρίσιμη αυτή παρατήρηση του Levi-Strauss μάς κάνει ασφαλώς να αντιληφθούμε την ουσιαστικότερη λειτουργία του μύθου ως προς το νόημα: δηλαδή ότι ο μύθος βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο πέρα από την περιοχή του νοήματος, υπό την έννοια του νοήματος ως έλλογης δημιουργίας σημασιών, είτε ιστορικών είτε ψυχολογικών. Ο μύθος και το νόημά του είναι ένα, όπως ακριβώς ο μύθος και η πραγματικότητα είναι ένα.
Όλα τα παραπάνω μπορούν τώρα να μας προσανατολίσουν ως προς τα αρχικά ερωτήματα, τα οποία θέσαμε σχετικά με το μυθολογικό υπόστρωμα της αρχαιοελληνικής σκέψης, καθώς και τη βαθύτατη επιρροή της μυθολογικής αναπαράστασης του κόσμου στα κοινωνικά και πολιτικά μορφώματα της αρχαιότητας.
Είναι ορθή η παρατήρηση του Walter Nestle ότι η ελληνική τραγωδία γεννιέται όταν αρχίζει κανείς να κοιτά το μύθο με το μάτι του πολίτη. Και όπως παρατηρούν ο Pierre Vernant και ο Pierre Vidal-Naquet στο έργο τους Μύθοι και Τραγωδία στην Αρχαία Ελλάδα, δεν είναι μόνο ο κόσμος του μύθου που χάνει τη συνοχή του και διαλύεται κάτω από αυτό το βλέμμα. Ταυτόχρονα, ο κόσμος της πόλης εξετάζεται και αμφισβητείται στις βασικές του αξίες.
Αυτό εξηγεί σε σημαντικό βαθμό το γεγονός ότι η αρχαιοελληνική μυθολογική αναπαράσταση του κόσμου δημιουργήθηκε κυρίως κατά την εποχή της ακμής της αρχαιοελληνικής κουλτούρας με το μάτι του πολίτη, απωθώντας την τραχύτητα του πρωτόγονου παρελθόντος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι ελληνικοί μύθοι απέκτησαν μια δική τους λογική δομή, μια πραγματική υπόσταση, και εξέφρασαν το βαθύτατο ενδιαφέρον του πολίτη για τον άνθρωπο και το ανθρώπινο πεπρωμένο, καθώς και για την πόλη ως ουσία του ελεύθερου ανθρώπου. Από την άλλη μεριά, με τη μορφή αυτή, οι αρχαιοελληνικοί μύθοι αποτέλεσαν ένα μυστικό άνοιγμα από το οποίο γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν οι φιλοσοφικές δοξασίες, οι τέχνες και οι κοινωνικοί σχηματισμοί του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Οι φιλοσοφικές έννοιες που δημιουργήθηκαν από την αρχαιοελληνική σκέψη και εξακολουθούν να αποτελούν φιλοσοφική κληρονομιά του δυτικού πολιτισμού υπήρξαν πάντα διαμεσολαβημένες από το μύθο, ο οποίος δημιουργούσε τις συμβολικές εκείνες μορφές οι οποίες προωθούσαν το πνεύμα και διαμόρφωναν τη μήτρα του στοχασμού.
Ακόμη και οι έννοιες του νόμου και της δικαιοσύνης ποτέ δεν έπαψαν να στηρίζουν την ουσία τους στο μυθολογικό παρελθόν από το οποίο εκπορευόταν το θεϊκό τους κύρος και η κεντρική τους θέση στη διατήρηση του μορφώματος της πόλης-κράτους. Όπως επισημαίνει η Jacqueline de Romilly στο έργο της Ο Νόμος στην Ελληνική Σκέψη, ο Ισοκράτης, στον «Παναθηναϊκό» (169), προσεγγίζει την καθολικότητα των άγραφων νόμων και τη θεϊκή τους προέλευση όταν λέει ότι ο Θησέας δεν ανέχτηκε να καταργηθεί ένα παλαιό έθιμο και ένας πατροπαράδοτος νόμος, που όλοι οι άνθρωποι τον τηρούν ανέκαθεν, διότι νομίζουν ότι δεν τον θέσπισαν οι άνθρωποι, παρά τον επέβαλε κάποια ανωτέρα δύναμη. Και προσθέτει: στον Οιδίποδα επί Κολωνώ συναντάμε πάλι την υπενθύμιση των παλαιών νόμων του Δία, δίπλα στον οποίο ενεδρεύει η αρχαία Δικαιοσύνη. Βρίσκουμε πάλι, και κυρίως στον Οιδίποδα Τύραννο, ένα χορό που εξυμνεί τους θείους νόμους, με εξίσου εύγλωττους όρους, όπως η Αντιγόνη, επιμένοντας όχι λιγότερο από εκείνη στο θεϊκό και αιώνιο χαρακτήρα αυτών των νόμων.
Μιλώντας για την κρισιμότητα του πολιτικού στοχασμού σχετικά με το ιδεώδες των νόμων της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, ασφαλώς δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η καταγωγική περιοχή της πλατωνικής σύλληψης του νόμου, όπως αυτή εκφράζεται στον πλατωνικό διάλογο «Πολιτικός», δεν είναι άλλη από την ύπαρξη μιας μυθικής εποχής κατά την οποία τις πόλεις τις κυβερνούσαν οι δαίμονες, δηλαδή όντα ανωτέρου και θεϊκού γένους. Το μυθικό υπόστρωμα της πλατωνικής σκέψης είναι εξαιρετικά εμφανές: πρέπει, γράφει ο Πλάτωνας, να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μιμηθούμε τη ζωή την οποία λέγεται ότι ζούσαν όλοι στην εποχή του Κρόνου. Πρέπει να ζούμε είτε ως δημόσιοι άντρες είτε ως ιδιώτες στα σπίτια και στις πόλεις μας, υπακούοντας στη μικρή σπίθα της αθανασίας που υπάρχει μέσα μας και δίνοντας την ονομασία «νόμος» σε αυτή τη λογική διάταξη (Νόμοι, Δ, 723 ε – 714 α).
Ο Jean-Pierre Vernant, στο έργο του Μύθος και Κοινωνία στην Αρχαία Ελλάδα, διερευνώντας το πρόβλημα του πολέμου μεταξύ των πόλεων-κρατών κατά την κλασική εποχή, έχει δείξει ότι οι αντιλήψεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου σχετικά με τη σημασία και το ρόλο των συγκρούσεων, είτε μεταξύ διαφορετικών οικογενειών (βεντέτα) είτε μεταξύ πόλεων-κρατών (πόλεμος), εδράζονται στο μυθολογικό πεδίο. Ο Άρης και η Αφροδίτη, γράφει ο Vernant, ο Πόλεμος και η Φιλία, το Νείκος και η Αρμονία, η Έρις και ο Έρως συγκροτούν το πάνθεον στους θρύλους και στις θεωρίες των φιλοσόφων, ως ζεύγη δυνάμεων τα οποία από τη μια μεριά είναι αντιθετικά και από την άλλη συνδέονται στενά, κυριαρχώντας στους θεσμούς του πολέμου και του γάμου οι οποίοι αντιπροσώπευαν για μεγάλο χρονικό διάστημα μια ιδιωτική αντεκδίκηση, και η ανταλλαγή των γυναικών γινόταν στο ίδιο πλαίσιο των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Το δώρο μιας θυγατέρας ήταν ένα μέσο για να πληρωθεί το τίμημα μιας αιματοχυσίας, η ποινή. Ο γάμος βάζει τέλος σε μια βεντέτα και μεταβάλλει δύο εχθρικές ομάδες σε συμμάχους που τους δένει μια ιδιωτική συνθήκη ειρήνης. Οι όρκοι και οι σπονδές συγκροτούν μια μυθική οικογενειακή σχέση μεταξύ δύο ομάδων οι οποίες, μέχρι τότε, ήταν εχθρικές. Η ανταλλαγή των γυναικών είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Για να συμφιλιωθεί με τον Αμφιάραο, ο Άδραστος του έδωσε την αδελφή του, Εριφύλη, όρκιον ως ότε πιστόν. Επιπλέον, ο όρος Φιλότης –ο οποίος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται κατά την Κλασική περίοδο για να δηλώσει τη δημόσια συνθήκη συμμαχίας μεταξύ δύο πόλεων– δηλώνει την ένωση μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Ως θεϊκή δύναμη, η φιλότης κυβερνά, στο πλευρό στη Αφροδίτης, στις σεξουαλικές σχέσεις. Όταν ο Άρης, ο θεός του πολέμου, συγχωρεί τον Κάδμο, το δολοφόνο του γιου του, του δίνει ως σύζυγο την Αρμονία, την κόρη του που απέκτησε με την Αφροδίτη. Όλοι οι θεοί παρίστανται στο γάμο και φέρνουν δώρα. Η παρουσία τους παρέχει μια κοσμική διάσταση σε αυτή τη συμφιλίωση, από την οποία γεννιέται η πόλη των Θηβών.
Παρατηρούμε, κατά συνέπεια, ότι όχι μόνο οι θεσμοί και οι νόμοι, αλλά και οι θρησκευτικές πρακτικές της αρχαιότητας προκύπτουν από το μαγικό μυθικό κύκλο, την ανάμνηση του οποίου διατηρούν σταθερή σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής τους κατά την κλασική εποχή. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για τις φιλοσοφικές δοξασίες και τις τέχνες. Η αρχαία ελληνική τέχνη και η πλατωνική σκέψη αποτελούν τα πλέον έκδηλα παραδείγματα αυτής της στενής σχέσης μεταξύ μύθου και πολιτισμικής εκδήλωσης. Σε όλες τις εκφάνσεις των αρχαιοελληνικής σκέψης, η ανάλυση του μυθολογικού στοιχείου αποκαλύπτει μια βαθύτατη αλληλεπίδραση των θρησκευτικών, κοινωνικών, πολιτικών και πνευματικών δομών της αρχαίας Ελλάδας με μια λογική του μύθου την οποία ο Vernant αποκαλεί λογική του αμφίσημου και του διφορούμενου.
Οιδίποδας και Σφίγγα.
Λεπτομέρεια από τη δυτική ζωφόρο του θησαυρού των Σιφνίων στους Δελφούς, όπου εικονίζεται η Γιγαντομαχία.
Ο Περσέας αποκεφαλίζει τη Μέδουσα.
Οι δώδεκα μετόπες του ναού του Δία στην Ολυμπία απεικονίζουν τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή. Εδώ, ο Άτλαντας φέρνει στον Ηρακλή τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων.
Dictionary of Greek. 2013.